- Νεκτάριον
- Νεκτάριοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκταρίου — νεκτάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκταρίῳ — νεκτάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκτάριο — το (Α νεκτάριον) [νέκταρ] νεοελλ. στον πληθ. τα νεκτάρια βοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθη αρχ. 1. το φυτό ελένιο 2. είδος φαρμάκου 3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων … Dictionary of Greek